<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d17979439\x26blogName\x3dGothic+Monastery\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dBLUE\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://gothicmonastery.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://gothicmonastery.blogspot.com/\x26vt\x3d-326980426557987416', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

29 Οκτωβρίου 2005

Κόκκινη Κλωστή

Τα μάτια της δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα. Στην προσπάθειά της να κρύψει την απόγνωση που «στάζουν» τα σκεπάζει με το ελεύθερο χέρι της και συνεχίζει να περπατά ανάμεσα στο πλήθος όλο και πιο γρήγορα. Η πλατεία είχε μετατραπεί σε ένα γιγαντιαίο παιχνιδότοπο και εκείνη είναι ξαφνικά και πάλι το μικρό κοριτσάκι που παίζει τυφλόμυγα, με ένα μαντήλι δεμένο στα μάτια της σε μια άλλη πλατεία που υπάρχει ακόμα μπροστά από το πατρικό της σπίτι. Τα παιδιά της γειτονιάς τρέχουν γύρω της γελώντας και φωνάζοντας να τα πιάσει και εκείνη χαμογελά αισιόδοξα καθώς κινείται στα τυφλά ανάμεσά τους με τα χέρια της προτεταμένα. Η ζωή της έχει μόλις αρχίσει να ανατέλλει.

Βροχερό Λονδίνο, Leicester Square, Παρασκευή, 12 Νοεμβρίου 2004. Μια κοπέλα περπατάει γρήγορα ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος κρατώντας σφιχτά με το αριστερό της χέρι μια κόκκινη ομπρέλα προσπαθώντας να αποφύγει τη βροχή που πέφτει ασταμάτητα. Το δεξί της χέρι βρίσκεται μπροστά από τα μάτια της και το μαύρο παλτό που φοράει δεν την προστατεύει από το κρύο καθώς ανεμίζει ανοιχτό σε κάθε της βήμα καλωσορίζοντας τις στάλες που βρέχουν τα ρούχα της. Αυτή τη φορά ο άγνωστος κόσμος δεν λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας. Δεν είναι ο «δικός της» προσφιλής περίγυρος. Διώχνει τα δάκρυα από το πρόσωπό της, αλλά η θολή ματιά της δεν μπορεί να συγκρατήσει τις φιγούρες που προσπερνούσαν αδιάφορα την ύπαρξη της. Ανασαίνει βαριά. Συνεχίζει.

«Πού πάω;» μονολογεί σε μια άγνωστη γλώσσα αναζητώντας την θαλπωρή της ίδιας της φωνής. Αλλά ακόμα και στην ίδια η χροιά της μοιάζει τραχιά στο άκουσμα. Δεν εκπέμπει σιγουριά και ηρεμία. Η απογοήτευση που αισθάνεται είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της αλλοιώνοντας τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Μοιάζει με μικρό κορίτσι που ψάχνει να βρει κάτι χαμένο από καιρό. Το παραμιλητό συνεχίζεται: «Γιατί; Δεν έχω μάθει ακόμα; Δεν έχω θωρακιστεί ακόμα;...». Παράπονο και σύγχυση. «Θέλω να φύγω...»

«Δεν πρόκειται όμως να ξεφύγεις!» Ένα ανδρικό χέρι της πιάνει τον αγκώνα και από το ξάφνιασμα η Νιόβη χάνει την ισορροπία της και σωριάζεται στο έδαφος παραπατώντας. Η ομπρέλα μοιάζει να έχει δική της θέληση καθώς ξεφεύγει από την αγκαλιά της και αρχίζει να παρασύρεται από τον άνεμο που την καλεί να χορέψει στη δική του μουσική. «Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη...» είναι η πρώτη της σκέψη παρακολουθώντας το θέαμα της ομπρέλας που απομακρύνεται ξεκινώντας το δικό της ταξίδι πάνω στον πλακόστρωτο πεζόδρομο εκείνο το απόγευμα. Ανακάθεται ισιώνοντας το κορμί της καθώς συνέρχεται από το ξαφνικό σοκ και αναζητά την αιτία της πρόσπτωσης. Ένας άνδρας έχει γονατίσει δίπλα της και της φιλά το μέτωπο καθώς την ρωτά όλο αγωνία: «Είσαι καλά; Λυπάμαι... Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Πονάς πουθενά;». Το βλέμμα της τον αγκαλιάζει όλο στοργή. «Όχι. Έπαψα να πονάω πια... Καλώς όρισες...»