Ε λοιπόν τα είχε βαρεθεί όλα! Δεν μπορούσε να ανεχτεί τίποτα πια από τη μίζερη ζωή όλων αυτών που τόσο γενναιόδωρα τους άφηνε να ζουν κάτω απο τον ίδιο ουρανό. Απορούσε και με τον εαυτό του,πόσο ασυνεπής θα συνέχιζε να είναι με την πρότερη συμπεριφορά του;
Αυτός δεν ήταν που αφάνισε ένα ολόκληρο χωριό; αυτός δεν έβγαζε απο τη μέση όποιον του στεκόταν εμπόδια στα λυτρωτικά σχέδιά του; Αυτός δεν ήταν τιμωρός και τιμητής των πάντων συγχρόνως?
Γιατί άφηνε αυτούς τους 4 νοματαίους να σεργιανούν αδιάφορα φιλοσοφώντας, περιφέροντας το έξυπνο μυαλό τους και το ποθητό κορμί τους απο χώρα σε χώρα, από πόλη σε πόλη χωρίς καμιά ντροπή χωρίς κανέναν ενδοιασμό και καμια ενοχή ή προφύλαξη! Θύμωνε με την ξιπασιά και το θάρρος αυτών των ανθρώπων που άπροκάλυπτα γινόταν θράσος και εκτόξευαν βέλη παρρησίας και αμετανόητης ματαιοδοξίας.
Ολες οι αντινομίες , οι αντιθέσεις και οι αντιδράσεις χαρακτήριζαν αυτούς τους τύπους που με τα στοιχεία μιας κρυφής αδελφότητας ή μιας παράνομης συμμορίας μπορούσαν να ξεγελούν να παραπλανούν και να χλευάζουν ανεμπόδιστοι ακόμα κι αυτόν στον οποίον χρωστούσαν το οτι μπορούν ακόμα να στεκονται στα δυο τους πόδια. Πολύ έυκολα θα μπορούσε να τους κάνει να ικετεύουν , να παρακαλούν στα στραβά του πόδια για λίγο οίκτο για περισσή συμπόνια κι αυτός υβριστικά να τους αρνείται οποιαδήποτε συγχώρση και άφεση αμαρτιών αν και είχε όλο το ανωθεν δικαίωμα.
Τι έκανε και άφηνε αυτά τα ποταπά ανθρωπάρια να αλωνίζουν τον κόσμο και να στολίζουν ξεδιάντροπα με την προκλητική παρουσία τους κάθε κάδρο στην παγκόσμια έκθεση ανθρώπων και γεγονότων; Ανάθεμα! Πόσο ερωτισμό θα μπορούσε να εκμπέμψει κάποιος; Πόσο ερωτισμό και πόσο πόθο έλειπε από αυτόν τον ίδιο και τον Πητ το αισχρό δημιούργημά του που τόσο αποτυχημένα μπόρεσε να προβάλλει ως όραμα για να αποσπάσει την προσοχή των πολλών και να τους μπερδέψει ακόμα περισσότερο!
Ο Πητ δεν υπήρχε ή υπήρχε όπως υπάρχουν όλα τα φαντάσματα, όλοι οι ανήκουστοι φόβοι μας και όλες μας οι επιθυμίες για αυτό που ποτέ δεν πρόκειται να γίνει και αυτό που ποτέ δεν θα θέλαμε να δούμε μπροστά στα μάτια μας. Οχι, ο Πητ απλά έπρεπε να εξαφανιστεί και θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη αφού τίποτα δεν πρόσφερνε στην ολοκλήρωσή του εκτός ίσως απο μια εύκολη λύση που ποτέ δεν ήταν του στοιχείου του.
Τους έβλεπε όλους μαζί και το μόνο που ήθελε ήταν να μπλεχτεί ανάμεσά τους να αγγίξει τα κορμιά τους και να αναπνέει την ανάσα τους. Να πάρει τη ζωή τους αναπνέοντας και ό,τι άλλο μπορούσε προκειμένου να τους στεγνώσει απο κάθε τι ζωντανό που τους χατρακτήριζε. Οχι να τους σκοτώσει, όχι! Να τους αφομοιώσει ήθελε, να τους πάρει μέσα του και να γίνουν ένα! Ομως ήξερε πολύ καλά πως η διορισμένη μοίρα είναι αυτή που καθορίζει τα πάντα. Κι αυτός είχε αυτή την καταραμένη αποστολή και την άθλια μοίρα, αυτoί έπρεπε να έχουν το μοιραίο τέλος όπως ακριβώς μοιραία ήταν η ζωή τους.
Δεν είχε κανένα σχέδιο, κανένα πλάνο στο μυαλό του όμως ήξερε πολύ καλά πως έπρεπε να τελειώσει αν ήθελε να ταξιδέψει με ήσυχη τη συνείδησή του στους μελλοντικούς αιώνες χωρίς χρωστούμενα και οφειλές.
Ο κροταλίας που έστειλε για την Εβελυν και όλοι τινάχθηκαν στην αντίπερα όχθη της λίμνης στη Villa Borghese ήταν ανίκητος. Οσο κι αν η γυναίκα προσπαθούσε να απελευθερωθεί ήξερε πως ο αγώνας με το φίδι ήταν άνισος και το αποτέλεσμα αποφασισμένο σαν το προπατορικό αμάρτημα. Με μια γλυκιά δακωματιά στο λαιμό ο κροταλίας αφησε το δηλητήριό του να κυλήσει στο αίμα της Εβελυν. Ηταν μια κίνηση που λες και η Εβελυν την αποζητούσε απο καιρό. Λες και είχε βαρεθεί όλο αυτό το κυνηγητό όλο αυτό το κρυφτό και την άσκοπη αναζήτηση. Ενα αμυδρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα τρεμάμενα χείλη της και τα βλέφαρά της άρχισαν σιγά σιγά να κλείνουν και τα χυτά πόδια της να λυγανε απο το ελάχιστο βάρος του κορμιού της. Η τελευταία εικόνα που είδε καθώς τα μάτια της αντίκρυζαν τον ουρανό ήταν η μορφή του Μαρτίνου, που σχεδόν με λαγνεία την παρατηρούσε να παίρνει τον δρόμο...τον αγύριστο!
Τέτοια ηδονή ο Μαρτίνος είχε να νιώσει απο τότε που με μένος ασελγούσε σε κάθε πιστό που με εμπιστοσύνη προεβαινε στο μυστήριο της εξομολόγησης, φανερώνοντας στον πάστορα της ενορίας του κάθε μύχια σκέψη του, κάθε ανομωλόγητη πράξη και κρυφή αμαρτία. Τέτοια ηδονή ένιωθε καθώς τν έβλεπε να αφήνει την τελευταία πνοή της. Πήδηξε απο το δέντρο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συντρόφων της που είχαν απομακρυνθεί χωρίς να μπορούν να επέμβουν στην μοίρα να αλλάξουν το Κισμέτ και ο Μαρτίνος έσκυψε και της πήρε την τελευταία ανάσα με ένα βαθύ φιλί χώνοντας την γεμάτη χαρακιές γλώσσα του μέσα στο ύγρο στόμα της Εβελυν.
Αυτό ήταν! Ειχε παρει μαζί του την ανάσα της, την τελευταία της πνοή.
Γύρισε και είδε τους άλλους να τον κοιτούν σχεδόν με αηδία. Απο την άκρη των χιλιών του αισθανόταν τα σάλια του να τρέχουν και ήταν σίγουρος πως είχε εκκρίνει προσπερματικά υγρά στο βρώμικο εσώρουχό του. Με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε το στόμα του ενώ είδε την Σίβα να γέρνει το κεφάλι της στο ώμο του Rock, ενώ ο Ξαβιέρ (που είχε ξεχάσει πλέον το όνειρό του ότι πήγε στη χώρα των γοργόνων και που πολύ εύκολα το εξήγησε ως "λαχτάρα θα χεις αν δεις στο ύπνο σου ψάρια και μαλάκια") έπιανε τα αχαμνά του επιδεικτικά σε μια κίνηση πρόκλησης και βλασφημίας.
Ο Ξαβιέρ τους παρακίνησε και τους πήρε μακρυά πριν προλάβει ο Μαρτίνος να σηκωθεί απο το πτώμα της Εβελυν που καμια σημασία δεν είχε πια για κανέναν.
Ενας θόρυβος τον έκανε να γυρίσει πίσω.
Σε παράταξη εκτελεστικού αποσπασματος στέκονταν ο Greko, η Νιοβη, ο Στεφάν και Chung Lee. Ηξερε πως είχαν περάσει στο αντίθετο στρατόπεδο απο τους άλλους 3 αλλά σίγουρα δεν ήταν στο δικό του στρατόπεδο που ήταν αντίθετο απο όλα τα άλλα. Σίγουρα η ικανοποίησή τους ήταν μεγάλη μπρος στο άψυχο κορμί της Εβελυν αλλά ο φόβος για τον Μαρτίνο πλημμύριζε τα σωθικά τους. Δεν τόλμησαν να τον αγγίξουν ούτε καν να τον πλησιάσουν. Κοίταξαν προς την κατεύθυνση που έφευγαν οι άλλοι τρεις και σιωπηλοί τους ακολούθησαν αφήνοντας τον Μαρτίνο να χαϊδεύει ασυναίσθητα αλλα με πάθος το στήθος της Εβελυν.
Ηξερε καλά ο Μαρτίνος πως κανείς τους δεν μπορούσε να πάρει τη ζωή κανενός (οσο και να προσπαθούσαν) παρά μόνο ο ίδιος γιατί κανείς δεν είναι κανενός παρα μόνο δικοί του!
Με αυτή τη σκέψη σηκώθηκε ορθιος και αφού έφτυσε στο μαρμαρωμένο προσωπο της Εβελυν και αφού της έδωσε μια κλωτσιά που δε λύγισε το ακαμπτο κορμί της, σήκωσε τα ρασα του και προχώρησε προς τη λίμνη.
Βούτηξε το χέρι του και πήρε λίγο νερό μαζί με λίγους γυρίνους και έσβησε τη ασίγαστη δίψα του.